φυλακτάρεον

φυλακτάρεον
τὸ, Μ
βλ. φυλακτάριον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλακτάριον — τὸ, ΜΑ, και φυλακτάρεον Μ [φυλακτήρ] συν. στον πληθ. τὰ φυλακτάρια και φυλακτάρεα (στο Βυζ.) μικρές εικόνες ή άλλα καθαγιασμένα σε ναούς αντικείμενα ή άγια λείψανα, τα οποία κρεμούσαν για θεϊκή προστασία στους ιστούς τών πλοίων τού στόλου τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”